- σπειράματος
- σπειρά̱ματος , σπείραμαcoilneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
δυσμηνόρροια — Επώδυνη κατάσταση που παρατηρείται σε πολλές γυναίκες στη διάρκεια της εμμηνορρυσίας. Εκτός από τους πόνους στη μέση ή στο κάτω μέρος της κοιλιάς, η γυναίκα μπορεί να παρουσιάζει συμπτώματα νευρικότητας ή κατάθλιψης. Η δ. συνοδεύεται, επίσης, από … Dictionary of Greek
εμμηνορραγία — Η υπερβολική αύξηση, συνήθως από παθολογικά αίτια, του αίματος της εμμηνορρυσίας, καθώς και η επιμήκυνση του χρόνου της διάρκειάς της. Συνήθως οφείλεται σε ινομύωμα της μήτρας, αλλά και σε άλλες γενικές ή τοπικές παθολογικές καταστάσεις, όπως η… … Dictionary of Greek
σπείραμα — άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. σπείρημα Α [σπειρῶμαι] καθετί που είναι περιελιγμένο ελικοειδώς νεοελλ. φρ. α) «αγγειώδες σπείραμα» ή «νεφρικό σπείραμα» (ανατ. φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν δίκτυο ανάμεσα σε ένα… … Dictionary of Greek
νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… … Dictionary of Greek